- εψία
- (I)ἑψία, ἡ (Μ) [ἕψω]μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο.————————(II)ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»4. (στον Ησύχ.) «ἕψειαπαίγνια».[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ἑψιῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.